ἀφαυρότατοι

ἀφαυρότατοι
ἀφαυρός
feeble
masc nom/voc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μάχλος — μάχλος, ον (Α) 1. (για γυναίκες) ακόλαστη, ασελγής, χυδαία («μαχλότατοι δὲ γυναῑκες, ἀφαυρότατοι δέ τε ἄνδρες», Ησίοδ.) 2. (για άνδρες) α) λάγνος β) θηλυπρεπής 3. μτφ. ζωηρός, ορμητικός, σφριγηλός, πλήρης οργασμού 4. άγριος, αυθάδης, βίαιος.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”